- περικρούω
- Α1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾱν περικρούωμεν», Πλάτ.)3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαια) υφίσταμαι απόσπαση κατά μήκος ολόκληρης τής επιφάνειάς μου με πλήγματα από παντού («φασὶ δὲ καὶ δίκας εἶναι τῷ Μαιάνδρῳ μεταφέροντι τὰς χώρας, ὅταν περικρουσθῶσιν οἱ ἀγκώνες», Στράβ.)β) (για πρόσ.) ραπίζομαι και στα δύο μάγουλα4. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ὁ περικεκρουμένος(για πρόσ.) ασθενής5. φρ. «περικρούω πέδας» — περιβάλλω τα πόδια κάποιου με σιδερένια δεσμά, τοποθετώ σιδερένια δεσμά στα πόδια κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.